Παράνομη η εργοδότηση δύο Συμβούλων ΠτΔ και δύο Υφ. Ναυτιλίας, λέει η Ελεγκτική

Ως παράνομη, χαρακτηρίζει την εργοδότηση δύο Συμβούλων του Προέδρου της Δημοκρατίας και δύο Συμβούλων της Υφυπουργού Ναυτιλίας, η Ελεγκτική Υπηρεσία, που, όπως αναφέρει, δεν πληρούν την προϋπόθεση κατοχής τίτλου σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου αναγνωρισμένου στη Δημοκρατία.

Σύσταση της, είναι όπως η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Υφυπουργός Ναυτιλίας, αφού δώσουν την προβλεπόμενη στο Πρότυπο Συμβόλαιο προειδοποίηση ενός μηνός, να τερματίσουν χωρίς άλλη καθυστέρηση την εργοδότηση των τεσσάρων Συμβούλων.

Σε ανακοίνωσή της, η Ελεγκτική Υπηρεσία, σημειώνει ότι δύο Σύμβουλοι δεν έχουν προσκομίσει, αντίστοιχα, αποδεικτικό στοιχείο-Δήλωση/Βεβαίωση για μη προηγούμενη απόλυση/τερματισμό από τη Δημόσια Υπηρεσία και Πιστοποιητικό Λευκού Ποινικού Μητρώου.

Η αναφορά μας αυτή, αναφέρεται, δεν σημαίνει ότι με βεβαιότητα δεν ικανοποιούν τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις του Νόμου, πλην όμως, εφόσον δεν προσκόμισαν τα ζητηθέντα στοιχεία, δεν μπορούμε να εκφράσουμε γνώμη επί των προϋποθέσεων αυτών, αφού δεν έχουμε τα αναγκαία ελεγκτικά τεκμήρια.

Σε τρεις περιπτώσεις, συνεχίζει η ανακοίνωση, προκύπτει ανάγκη εξέτασης πτυχίων από το ΚΥΣΑΤΣ, ώστε να διαφανεί ότι ικανοποιείται ο όρος για τίτλο σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου αναγνωρισμένο στη Δημοκρατία.

«Η αναφορά μας αυτή δεν σημαίνει ότι αμφισβητούμε την ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών, γίνεται όμως γιατί δεν είχαμε στην κατοχή μας τα αναγκαία ελεγκτικά τεκμήρια, ώστε να μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ικανοποιείται ο συγκεκριμένος όρος. Αυτό θα πρέπει υποχρεωτικά να γίνει το αργότερο με τη ψήφιση σε νόμο του σχετικού νομοσχεδίου», προστίθεται.

Εισήγηση μας όμως, αναφέρεται, είναι να ζητηθεί από τώρα από τα επηρεαζόμενα πρόσωπα, τα οποία θα πρέπει τα ίδια να αποταθούν στο ΚΥΣΑΤΣ, εάν δεν κατέχουν ήδη τέτοια βεβαίωση.

Σε σχέση με τους τρεις Συμβούλους της Προέδρου της Βουλής, σημειώνεται ότι αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις εργοδότησης που προβλέπονται στον Νόμο για τους Κοινοβουλευτικούς Συνεργάτες.

Όσον αφορά τους 100 Κοινοβουλευτικούς Συνεργάτες που εργοδοτούνταν στις 30.4.2023, η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει πως η Γενική Διευθύντρια της Βουλής διαβεβαίωσε ότι, σύμφωνα με τις βεβαιώσεις που της έχουν υποβληθεί βάσει του άρθρου 11 του Νόμου Ν.41(Ι)/2019 από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ανεξάρτητους βουλευτές και αντιπροσώπους, που ενεργούν ως οι εργοδότες των Συνεργατών, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 4 του εν λόγω Νόμου. Αντίγραφο των εν λόγω βεβαιώσεων έχουν υποβληθεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία.

Σύσταση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, είναι όπως η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Υφυπουργός Ναυτιλίας, αφού δώσουν την προβλεπόμενη στο Πρότυπο Συμβόλαιο προειδοποίηση ενός μηνός, να τερματίσουν χωρίς άλλη καθυστέρηση την εργοδότηση των τεσσάρων Συμβούλων που δεν έχουν πτυχίο πανεπιστημίου. Σημειώνεται ότι ο όρος 3.1 του Πρότυπου Συμβολαίου επιτρέπει στον αξιωματούχο να τερματίσει τη σύμβαση όποτε αυτός αποφασίσει, κατά την απόλυτη κρίση του, αρκεί να δώσει προειδοποίηση ενός μηνός.

Παράλληλα, σημειώνεται ότι για τους άλλους Συμβούλους, θα πρέπει να ζητηθεί να προσκομίσουν τα στοιχεία που απαιτούνται ώστε να τεκμηριώσουν την εκ μέρους τους ικανοποίηση όλων των σχετικών κριτηρίων.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία θέτει ως νομικό πλαίσιο ότι η προκήρυξη των δημόσιων θέσεων επιβάλλεται, γενικότερα, προς διασφάλιση της ισονομίας και ισοπολιτείας, αλλά και για λόγους δημοσίου συμφέροντος που σχετίζεται με την αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.

Επισημαίνει ότι ο διορισμός, όπως και η προαγωγή, των πλέον άξιων και ικανότερων υποψηφίων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το κοινό καλό.

«Η άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας προάγει άμεσα το συμφέρον του δημοσίου. Αναξιοκρατικά κριτήρια για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας όχι μόνο δεν προάγουν, αλλά πλήττουν το δημόσιο συμφέρον», προστίθεται.

Όπως δε έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων, αναφέρεται, ο διορισμός υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία αποτελεί αμιγή διοικητική πράξη.

«Ουδεμία αρμοδιότητα έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ), ή ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (ΠτΒ), ή το Υπουργικό Συμβούλιο ή οι Υπουργοί ή οι Βουλευτές για το διορισμό υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Το Σύνταγμα αποκλείει την ανάμειξη κάθε οργάνου της πολιτικής εξουσίας από την άσκηση της λειτουργίας για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η αρμοδιότητα διορισμού δημοσίων υπαλλήλων έχει εναποτεθεί από το Σύνταγμα στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ)», επισημαίνεται.

Αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, συνεχίζει η Ελεγκτική Υπηρεσία, την ανάγκη εργοδότησης ικανών και έμπιστων προσώπων για να πλαισιώνουν τους αξιωματούχους αυτούς, και συμφωνήσαμε με μία κατ’ εξαίρεση διαδικασία πολιτικών διορισμών τέτοιων συνεργατών, η οποία όμως θα ήταν νομοθετικά κατοχυρωμένη, και σε κάθε περίπτωση θα εφαρμοζόταν με ιδιαίτερη φειδώ και στη βάση αυστηρών προϋποθέσεων.

Τονίζει ακόμη ότι ως κατ’ εξαίρεση διαδικασία και κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις, μόνο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφασίσει τελεσίδικα ότι νομοθεσία που προβλέπουν τέτοιους πολιτικούς διορισμούς θα είναι συνταγματική.

«Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει πρόδηλη παραβίαση των πιο πάνω αρχών που επιτάσσει το Σύνταγμα (δηλαδή της ισονομίας, ισοπολιτείας, αξιοκρατικής στελέχωσης της Δημόσιας Υπηρεσίας και μη ανάμιξης της πολιτικής εξουσίας στη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας), εάν τέτοιοι διορισμοί γίνονται χωρίς κριτήρια και προϋποθέσεις και ειδικότερα αν αφορούν πρόσωπα που δεν κατέχουν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρίες, ώστε να δικαιολογηθεί ο κατ’ εξαίρεση διορισμός με πολιτικά κριτήρια αντί με ανοικτές διαδικασίες μέσω της ΕΔΥ», προστίθεται.

Αυτός είναι ο λόγος, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, που έχουμε εκφράσει την κάθετη διαφωνία μας με τη διεύρυνση των περιπτώσεων που θα εμπίπτουν στις πιο πάνω εξαιρέσεις, δηλαδή με τη συμπερίληψη γραμματειακού προσωπικού ή προσωπικού για χειρισμό μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή άλλου μη επιστημονικού προσωπικού. Δεν μπορεί, κατά την άποψή μας, να καταλήξουμε ότι η στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας θα γίνεται με κομματικές και πολιτικές ταυτότητες.

Επισημαίνει ότι η σπουδαιότητα τέτοιων θέσεων Συμβούλων του ΠτΔ και των Υπουργών τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι η Επιτροπή GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρούν ότι η θέση του Συμβούλου αποτελεί θέση επιρροής και για αυτό ζητούν όπως οι κάτοχοι τέτοιας θέσης προβαίνουν σε δηλώσεις πόθεν έσχες.

Περαιτέρω η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι μέχρι τον Φεβρουάριο του 2013 οι μόνοι που εργοδοτούσαν τέτοιους Συμβούλους ήταν ουσιαστικά οι ΠτΔ και ΠτΒ και όχι οι Υπουργοί και Υφυπουργοί, ενώ σταδιακά ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε.

Σημειώνεται ότι η Ελεγκτική από το 2014 εξέφρασε για πρώτη φορά έντονους προβληματισμούς σε σχέση με πολιτικούς διορισμούς προσώπων ως συνεργατών του ΠτΔ, ΠτΒ, Υπουργών και Βουλευτών. Στις 16.10.2014 η Προεδρία απάντησε ότι έχει προχωρήσει σε ετοιμασία όρων υπηρεσίας για τους Συμβούλους του ΠτΔ και των Υπουργών, για να διασφαλιστεί η ομοιομορφία και για αποφυγή διαφορετικών ερμηνειών των όρων των συμβολαίων τους.

Όπως αναφέρεται, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2016, περιλήφθηκε σχετική σημείωση και πρότυπο συμβόλαιο, χωρίς όμως καθορισμό κριτηρίων και όρων εργοδότησης. Στο Πρότυπο Συμβόλαιο περιλαμβάνεται ρητή πρόνοια ότι ο Σύμβουλος θα πρέπει να διεξάγει έρευνες και να ετοιμάζει μελέτες. Τούτο σαφώς υποδηλοί, σημειώνεται, ότι ο Σύμβουλος θα πρέπει να έχει εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρογνωμοσύνη.

«Σε αντίθεση με την Κυβέρνηση, η Βουλή των Αντιπροσώπων αποδέχθηκε τη θέση μας για νομοθετική ρύθμιση της εργοδότησης των κοινοβουλευτικών συνεργατών και ψήφισε τον περί Κοινοβουλευτικών Συνεργατών και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2019 (Ν.41(I)/2019) που προβλέπει ότι ο συνεργάτης θα πρέπει να: είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή πολίτης άλλου κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία, έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο (21ο) έτος της ηλικίας του, κατέχει τίτλο σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου αναγνωρισμένο στη Δημοκρατία, διατηρεί λευκό ποινικό μητρώο, πιστοποιητικό του οποίου εκδίδεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του περί Αστυνομίας Νόμου, προκειμένου περί άρρενος, έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή έχει απαλλαγεί νομίμως από αυτές, μην έχει συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού με εν ενεργεία βουλευτή ή αντιπρόσωπο, και μην έχει απολυθεί ή δεν έχουν τερματιστεί οι υπηρεσίες του στο παρελθόν από τη Δημόσια Υπηρεσία ή οποιαδήποτε υπηρεσία ή οργανισμό δημόσιου δικαίου της Δημοκρατίας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους λόγω πειθαρχικού παραπτώματος.

Μετά τη ψήφιση του πιο πάνω Νόμου, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, επανήλθαμε στις 13.3.2019 προς την Κυβέρνηση και εισηγηθήκαμε όπως θεσπιστεί νομικό πλαίσιο αναφορικά με την αμοιβή και τα άλλα ωφελήματα των Επιτρόπων και Ειδικών Συμβούλων του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας.

Επίσης, στο Επεξηγηματικό Υπόμνημα του Προϋπολογισμού, η Προεδρία να καθορίζει τις ανάγκες της σε Συμβούλους, το ύψος της αμοιβής τους ανάλογα με τα καθήκοντα της θέσης και τα απαραίτητα προσόντα. Στη συνέχεια να προβαίνει σε αγορά υπηρεσιών για κάλυψη των αναγκών αυτών, βάσει καθορισμένων διαδικασιών.

Ακόμη, για σκοπούς διαφάνειας να δημοσιοποιούνται τα ονόματα, τα προσόντα, η θέση και η αμοιβή των Συμβούλων που επιλέγονται.

Όπως αναφέρεται, η Προεδρία της Δημοκρατίας απέρριψε τις εισηγήσεις της Ελεγκτικής, με το αιτιολογικό ότι ένα τέτοιο πλαίσιο, θα προσέδιδε μεγάλη ανελαστικότητα, θέση με την οποία δεν συμφωνούμε. Ταυτόχρονα, σημειώνεται, πληροφόρησε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με Απόφασή του, που λήφθηκε στις 27 Μαρτίου 2019, ενέκρινε ολοκληρωμένο πλαίσιο απασχόλησης τέτοιων Συμβούλων.

Με βάση το πλαίσιο αυτό, θα έπρεπε οι Σύμβουλοι να έχουν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο (21ο) έτος της ηλικίας τους και να κατέχουν τίτλο σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου αναγνωρισμένο στη Δημοκρατία. Τελικά, τον Νοέμβριο του 2019 το Υπουργικό Συμβούλιο, συνεχίζει η ανακοίνωση, ακύρωσε την Απόφασή του, χωρίς καν να ενημερώσει την Ελεγκτική.

Περαιτέρω αναφέρεται, ότι μετά την ανάληψη της Προεδρίας από τον νυν ΠτΔ, ηγέρθησαν θέματα σχετικά με το διορισμό ως Συμβούλων προσώπων πολύ νεαρής ηλικίας, ή χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου, που εξ ορισμού δεν μπορούσαν να εμπίπτουν στις κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα ότι οι διορισμοί στη Δημόσια Υπηρεσία γίνονται μόνο από την ΕΔΥ και που δεν μπορούσαν να ικανοποιούν την απαίτηση του Πρότυπου Συμβολαίου για ικανότητα διεξαγωγής ερευνών και ετοιμασίας μελετών.

Σχετικά με την πρόσληψη  ως Συμβούλου του Υφυπουργού Τουρισμού  προσώπου που είναι 19 ετών και δεν έχει πτυχίο πανεπιστημίου εκδώθηκε στις 8.5.2023 σχετική ανακοίνωση χαρακτηρίζοντας την πρόσληψη αυτή ως πρόδηλα παράνομη και καταχρηστική.

Σημειώνεται ότι στις 10.5.2023 ο Γενικός Ελεγκτής συναντήθηκε με τον ΠτΔ. Όπως αναφέρεται, κατά τη συνάντηση ο ΠτΔ εξέφρασε τη βούληση για άμεση σύνταξη νομοσχεδίου στα πρότυπα του νόμου που υπάρχει ήδη για τους κοινοβουλευτικούς συνεργάτες – τούτο έχει ήδη γίνει και η συζήτηση του νομοσχεδίου ξεκίνησε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως.

Κατά την ίδια συνάντηση, σημειώνει η Ελεγκτική, ο ΠτΔ εξέφρασε τη βούληση να προχωρούσε από τότε, δηλαδή προτού ψηφιστεί ο νόμος, σε έλεγχο για το κατά πόσο οι Σύμβουλοί του, όπως και των Υπουργών και Υφυπουργών, ικανοποιούν τα κριτήρια που προβλέπονται στον νόμο για τους Κοινοβουλευτικούς Συνεργάτες και, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι οποιοσδήποτε δεν ικανοποιεί αυτά τα κριτήρια, τότε θα υπήρχε τερματισμός κάθε τέτοιας σύμβασης. Ενόψει τούτου, ο Γενικός Ελεγκτής δήλωσε ότι ο σχετικός έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία θα γινόταν στις αρχές Ιουνίου 2023.

Στις αρχές Ιουνίου 2023 ζητήθηκαν από την Προεδρία της Δημοκρατίας (η οποία εξέφρασε την πρόθεση να διαβιβάσει τα αναγκαία στοιχεία εκ μέρους όλων των μελών της Κυβέρνησης), και από την Προεδρία της Βουλής, στοιχεία για τα εν ισχύι συμβόλαια με πρόσωπα που εργοδοτούνται ως Σύμβουλοι των υπό αναφορά κρατικών αξιωματούχων. Ζητήθηκαν επίσης από τη Γενική Διευθύντρια της Βουλής των Αντιπροσώπων διαβεβαιώσεις ότι τα πρόσωπα που εργοδοτούνται ως Κοινοβουλευτικοί Συνεργάτες πληρούν τα σχετικά κριτήρια του Νόμου Ν.41(I)/2019. Αφού διαβιβάστηκαν τα πρώτα στοιχεία, αυτά αξιολογήθηκαν και ακολούθως, όπου χρειαζόταν, ζητήθηκαν και δόθηκαν διευκρινίσεις και πρόσθετα στοιχεία.

πηγή: ΚΥΠΕ

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,